- χιλιόγραμμο
- το, Ν1. μετρολ. μονάδα μάζας και βάρους τού Διεθνούς Συστήματος, με σύμβολο kg, ισοδύναμη με χίλια γραμμάρια, κν. κιλό2. φρ. α) «χιλιόγραμμο ανά μέτρο»μετρολ. μονάδα γραμμικής μάζας τού Διεθνούς Συστήματος ισοδύναμη με τη γραμμική μάζα ομογενούς σώματος ομοιόμορφης διατομής, τού οποίου η μάζα είναι 1 χιλιόγραμμο και το μήκος 1 μέτρο, αλλ. χιλιογραμμόμετροβ) «χιλιόγραμμο ανά τετραγωνικό μέτρο»μετρολ. μονάδα επιφανειακής μάζας τού Διεθνούς Συστήματος, με σύμβολο kg/m2, ισοδύναμη με την επιφανειακή μάζα ομογενούς σώματος ομοιόμορφου πάχους, τού οποίου η μάζα είναι 1 χιλιόγραμμο και το εμβαδόν 1 τετραγωνικό μέτρογ) «χιλιόγραμμο ανά κυβικό μέτρο»μετρολ. μονάδα χωρικής μάζας ή πυκνότητας τού Διεθνούς Συστήματος, με σύμβολο kg/m3, ισοδύναμη με τη χωρική μάζα ομογενούς σώματος τού οποίου η μάζα είναι 1 χιλιόγραμμο και ο όγκος 1 κυβικό μέτροδ) «χιλιόγραμμο βάρους»(παλαιότερα) μονάδα δυνάμεως, με σύμβολο kgp ή kp, που σήμερα έχει περιπέσει σε αχρηστία, μολονότι επιβιώνει ως πρακτικό μέτρο ζύγισης με την κοινή ονομασία κιλό.[ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. kilogram < kilo- (< χίλιοι, βλ. λ. χιλι[ο]-) + -gram (< γράμμα). Η λ., στον λόγιο τ. χιλιόγραμμον, μαρτυρείται από το 1801 στον Δ. Π. Γοβδελά].
Dictionary of Greek. 2013.